- οχυρωματικός
- η , ό[ν] фортификационный;
οχυρωματικά έργα — а) фортификационные работы; — б) военно-инженерные сооружения; — фортификационные сооружения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχυρωματικά έργα — а) фортификационные работы; — б) военно-инженерные сооружения; — фортификационные сооружения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχυρωματικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχύρωση ή αυτός που συντελεί στην οχύρωση («οχυρωματικά έργα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οχύρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Β. Σαπουντζάκη] … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
οχυρωτικός — ή, ὁ (Α ὀχυρωτικός, ή, όν) [οχυρώ] αυτός που συντελεί ή χρησιμεύει στην οχύρωση, οχυρωματικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οχυρωτική στρ. η στρατιωτική τέχνη και επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και την εκτέλεση τών οχυρωματικών έργων … Dictionary of Greek
χάρακας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Πύργο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
οχυρωτικός — οχυρωτικός, ή, ό και οχυρωματικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην οχύρωση θέσης, τόπου: Οχυρωματικά έργα. 2. ως ουσ., οχυρωτική, η κλάδος της στρατιωτικής τέχνης για την οργάνωση και εκτέλεση οχυρώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)